Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὅπλον γεροντικόν

См. также в других словарях:

  • όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… …   Dictionary of Greek

  • σκίπων — και σκίμπων και σκήπων, ωνος, ὁ, Α 1. σκήπτρο 2. βακτηρία, μπαστούνι («σκίπων, γεροντικὸν ὅπλον», Καλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. ιων. και ποιητ. τ. τού σκῆπτρον* με επίθημα ων, ωνος (πρβλ. κύφων, δόλων) που συνδέεται με το λατ. scipio, iōnis «βακτηρία,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»